ακαταλόγιστος

ακαταλόγιστος
-η, -ο
1. αυτός που είναι παράλογος, ανισόρροπος: Αυτά που υποστηρίζει είναι πράγματα ακαταλόγιστα.
2. αυτός που έγινε παράλογα: Η πράξη αυτή είναι ακαταλόγιστη.
3. αυτός που δεν υπολογίστηκε σε βάρος κάποιου: Ταμειακά μικροελλείμματα συνήθως μένουν ακαταλόγιστα.
4. το ουδ. ως ουσ., το ακαταλόγιστο η έλλειψη ευθύνης εξαιτίας ελαττωμένης διανοητικής ικανότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακαταλόγιστος — η, ο [καταλογίζω] 1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική 2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας 3. εκείνος που γίνεται παράλογα «πράξη… …   Dictionary of Greek

  • ανεύθυνος — η, ο (Α ἀνεύθυνος, ον) [ευθύνω] 1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος 3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης νεοελλ.) (ποιν.) το… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • Χάμσουν, Κνουτ — (Hamsun, ψευδώνυμο του Knut Pedersen, Λομ 1859 – Γκρίμσταντ 1952). Νορβηγός συγγραφέας. Από αγροτική οικογένεια, το 1882 μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Από τη διαμονή του στη χώρα αυτή προήλθε το έργο του Η πνευματική ζωή της νέας Αμερικής (1889), πικρή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”