- ακαταλόγιστος
- -η, -ο1. αυτός που είναι παράλογος, ανισόρροπος: Αυτά που υποστηρίζει είναι πράγματα ακαταλόγιστα.2. αυτός που έγινε παράλογα: Η πράξη αυτή είναι ακαταλόγιστη.3. αυτός που δεν υπολογίστηκε σε βάρος κάποιου: Ταμειακά μικροελλείμματα συνήθως μένουν ακαταλόγιστα.4. το ουδ. ως ουσ., το ακαταλόγιστο η έλλειψη ευθύνης εξαιτίας ελαττωμένης διανοητικής ικανότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.